- πεντάσχοινον
- πεντάσχοινοςfivemasc/fem acc sgπεντάσχοινοςfiveneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεντάσχοινος — ον, Α 1. αυτός που έχει μήκος πέντε σχοινιών, είδους μετρικής μονάδας 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πεντάσχοινον (κατά τον Ησύχ.) «στάδιον». [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + σχοῖνος (πρβλ. τρί σχοινος)] … Dictionary of Greek
σχοινί — Λέγεται και σκοινί. Ο όρος προέρχεται από το φυτό σχοίνος από το οποίο κατασκευάζουν σ. Σ. λέγεται και η αγχόνη, γι’ αυτό υπάρχει και η έκφραση «άνθρωπος του σ. και του παλουκιού», δηλαδή κακοποιός άξιος απαγχονισμού και ανασκολοπισμού. Σήμερα… … Dictionary of Greek